κρουστάλλιασμα

κρουστάλλιασμα
το [κρουσταλλιάζω]
1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση
2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα
3. κρυοπάγημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρουστάλλιασμα — το, ατος πάγωμα, κοκάλιασμα από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυστάλλωση — η η μετατροπή σε κρυστάλλους σώματος που έχει διαλυθεί σε υγρό, πάγωμα, κρουστάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”